Έχει κι εδώ δεκαοχτούρες
να σε ξυπνάν κάθε πρωί με το γουργουρητό τους,
εκείνο που άκουγες μικρός από το παραθύρι
στο σπίτι που μεγάλωσες, πριν από όλα αυτά.
Αν/όταν κάποτε κλεφτά πίσω γυρίσεις πάλι,
για λίγο γνώριμο ουρανό και μια γλυκιά ματιά,
κάτσε στο δίπλα το στενό σαν πάει να ξημερώσει,
με τα αυτιά ορθάνοιχτα, μα μάτια σφραγιστά.