Περπατάς ξανά σε αυτόν τον δρόμο που κάποτε ήταν γεμάτος ζωή, περαστικούς και μικρά μαγαζιά. Τώρα ερημωμένο τοπίο, με εγκαταλειμμένα κτίρια κρυμμένα από πανύψηλες διαφημιστικές ταμπέλες και φωτεινά ολογράμματα που τρεμοσβήνουν. Η θάλασσα στο πλάι ίσως να είναι ο μοναδικός λόγος που κάποιοι ακόμη περνάνε από εδώ. Τοξική και αφιλόξενη, χτυπάει απαλά τα βράχια δηλώνοντας διακριτικά την παρουσία της, σα ντροπιασμένο σύμβολο που ελπίζει κάποτε να ανακτήσει παλαιές δόξες.
Ο αέρας πνίγεται από μυρωδιές τεχνητών αρωμάτων που διοχετεύονται καθημερινά στην ατμόσφαιρα πάνω από την πόλη, υποστηρίζοντας πως βελτιώνουν τη διάθεση και προσφέρουν συναίσθημα υγείας. Θυμάσαι τότε τις φορές που γύριζες σπίτι και είχες την αγκαλιά σου γεμάτη τριαντάφυλλα· σε κάθε επέτειό σας και ένα περισσότερο. Τα έπαιρνε από τα χέρια σου με εκείνο το χαμόγελο, αυτό που σου έδινε λόγο για να ζεις και να συνεχίζεις να προσπαθείς, όσες δυσκολίες και αν αντιμετωπίζατε, δεν έχανες ελπίδα.
Αυτό ήταν όταν είχατε ακόμη σπίτι. Όταν είχες ακόμη εκείνη. Όταν είχες ακόμη θέληση για ζωή. Αυτό ήταν τότε.
– Και τώρα; Και τώρα…;;
Τώρα δεν έχεις ούτε γάλα να πιείς. Πολυτέλεια, σου λένε κάποιοι. Τι να το κάνει το γάλα ένας απένταρος άστεγος γέρος σαν εσένα. Συνέχεια ακούς εξάλλου ότι το περισσότερο που κυκλοφορεί είναι μολυσμένο. Λίγο έχει μείνει καθαρό, και αυτό το πίνουν μόνο οι πλούσιοι. Εσύ και οι άλλοι ενδεείς πρέπει να περιμένετε από τις εταιρίες παραγωγής τροφίμων να δωρίσουν τα υποδεέστερα περισσευούμενά τους στους οργανισμούς διαχείρισης απόρων για να φάτε. Αυτές οι κρεατόμαζες είναι τόσο άγευστες, που νομίζεις ότι καταπίνεις άμμο. Πιθανότατα μέχρι και η άμμος να είναι πιο θρεπτική, όμως αν δεν κάνεις ησυχία και προσπαθήσεις να αντιδράσεις δε θα φας ούτε αυτό. Σε ελέγχουν.
Τον πρώτο καιρό σκέφτηκες να ξεφύγεις από όλα αυτά, να γυρίσεις πίσω στο χωριό που μεγάλωσες προσπαθώντας να αλλάξεις σελίδα, σαν το χελιδόνι που μόλις χαλάει ο καιρός φεύγει για άλλα μέρη πιο ζεστά. Δεν ήταν όμως πια ο τόπος που ήξερες. Το χώμα ήταν δηλητηριασμένο. Όσοι πρόλαβαν πούλησαν τα χωράφια τους πριν τους τα πάρουν οι τράπεζες. Τα περισσότερα είχαν πλέον μετατραπεί σε αυτοματοποιημένα εργοστάσια παραγωγής χημικών τροφών και βιοσυνθετικών ανταλλακτικών. Η μόνη δουλειά που είχε μείνει για κάποιον σαν εσένα ήταν να παρέχεις το σώμα σου σε επιστημονικές έρευνες, με αντάλλαγμα ένα προσωρινό δωμάτιο και μερικά ζεστά ρούχα.
– Δεν έμεινε τίποτα, μέχρι και την αξιοπρέπεια μου πήραν, μέχρι και
Ο μονόλογός σου διακόπτεται από το θέαμα ενός κουτιού που κείτεται πεταμένο στο έδαφος δίπλα σε έναν παραγεμισμένο κάδο σκουπιδιών. Αναγνωρίζεις το σήμα στο εξωτερικό του, εκείνο το γνωστό δαγκωμένο μήλο, που είχε κατακλύσει κάθε σημείο του ορίζοντα για πολλά χρόνια στο παρελθόν. Ανοίγοντάς το βρίσκεις μέσα ένα κινητό τηλέφωνο, παλαιάς τεχνολογίας, κάποια χάρτινα βιβλιαράκια με οδηγίες και καλώδια δεμένα σε έναν χοντρό κόμπο. Η οθόνη αφής είναι ραγισμένη από άκρη σε άκρη, σα να την είχε χτυπήσει κάποιος με πέτρα ή σφυρί. Αφήνεις το κουτί εκεί που το βρήκες, κρατώντας μόνο τη συσκευή.
Περπατάς χαϊδεύοντας με τις άκρες των δαχτύλων σου τη σπασμένη οθόνη, φέρνοντας στο μυαλό σου κυκεώνα αναμνήσεων από τις μέρες που είχες και εσύ ένα τέτοιο κινητό. Θυμάσαι τι εντύπωση σου είχε κάνει όταν το πρωτοπήρες και συνειδητοποίησες πόσες πολλές ευκολίες σου παρείχε: να βγάζεις φωτογραφίες, να τραβάς βίντεο, να μαθαίνεις τις ειδήσεις. Άλλες φορές απλά σκότωνες την ώρα σου παίζοντας παιχνίδια ή λύνοντας γρίφους στη μικρή του οθόνη. Έλεγε και την ώρα!
– Τι να το κάνω το ρολόι όταν έχω αυτό!
Έτσι απαντούσες σε όποιον ρωτούσε γιατί δε φορούσες πια το ρολόι χειρός που σου είχε αφήσει ο πατέρας σου. Ήταν σα να είχες πάλι τους φίλους σου μπροστά σου, να παινεύεσαι πόσο υψηλά σκορ πετύχαινες και πόσο δυνατά ακουγόντουσαν τα καινούργια σου ακουστικά που γινόντουσαν και ηχεία. Ευτυχώς δε σε ρωτούσαν τι είχες κάνει το ρολόι. Μάλλον θα υπέθεταν πως ήταν σπίτι σου σε κάποιο συρτάρι, όχι στη βιτρίνα ενός μαγαζιού με μεταχειρισμένα είδη.
– Δεν έπρεπε.. δεν έπρεπε…
Στο ίδιο ενεχυροδανειστήριο κάποτε αναγκαστικά κατέληξε και το κινητό σου, για άλλους λόγους, όταν δεν σου έφταναν τα λεφτά να πληρώσεις τα έξοδα των ιατρικών εξετάσεων. Στο τέλος, αφού πούλησες το σπίτι σας, έφτασες να περνάς όλη σου τη μέρα στο μικρό σαλονάκι του νοσοκομείου, ώστε να μπορείς να είσαι δίπλα της όποτε σε χρειαζόταν. Μόνο εσένα είχε στον κόσμο, και εσύ μόνο εκείνη. Πάνε οι φίλοι, πάνε οι γνωστοί.
– Πάνε όλοι!
Τα χρέη φέρνουν μοναξιά. Εξάρτηση, κατήφεια. Στεναχώρια και ανασφάλεια για το μέλλον. Για να νιώθεις την ανασφάλεια όμως, πρέπει να σκέφτεσαι το μέλλον. Τώρα το ξέρεις.. τότε δεν καταλάβαινες. Το μυαλό σου είχε θαμπώσει από πολύχρωμα φώτα και εικόνες διαφημίσεων που σου έλεγαν ότι χρειάζεσαι τόσα πολλά πράγματα. Πως τα είχες ανάγκη. Εκείνη το κατάλαβε. Μαλώσατε που πούλησες το κειμήλιο του πατέρα σου με ελαφριά καρδιά για «ένα κομμάτι ψωμί».
– Ένα κομμάτι ψωμ…
Της είχες θυμώσει τότε, και ας έκλαιγε.. και ας έβηχε. Δεν φανταζόσουν… Ο καρκίνος χτυπάει ξαφνικά, δεν κάνει διακρίσεις. Αν το καταλάβαινες θα είχατε πάει νωρίτερα, θα το είχατε βρει εγκαίρως. Θα φρόντιζες να την κρατούσες αγκαλιά συνέχεια, χωρίς να αφήνεις ούτε μια στιγμή να περνάει χαμένη με ανούσια παιχνίδια σε μικρές οθονούλες. Θα την έκανες κάθε λεπτό να νιώθει πως είναι ο πιο σημαντικός άνθρωπος του κόσμου για σένα. Θα μπορούσες να της ζητήσεις
– Συγνώμη! Δεν ήξερα!
Σφίγγεις τη συσκευή στο χέρι σου. Εισπνέεις βαθιά, πασχίζοντας να πάρεις ανάσα.
– Δε μπορούσα να ξέρω! Δεν…
Εισπνέεις πάλι, τα μάτια σου βουρκώνουν. Καταπίνεις προσπαθώντας να μην πνιγείς.
– Συγνώμη..!
Κοιτάς στον ορίζοντα και βλέπεις μπροστά σου ένα αγόρι και ένα κορίτσι να περπατάνε παρατηρώντας σε απορημένοι. Πρέπει να σε έχουν δει από μακριά εδώ και ώρα να μιλάς στον εαυτό σου. Τα χάνεις. Κοντοστέκεσαι. Σηκώνεις το χέρι σου και το φέρνεις δίπλα στο κεφάλι σου.
– Με ακούς;
Το ζευγάρι σε προσπερνάει και για μια στιγμή φτάνει στο αυτί σου η φωνή της κοπέλας που λέει: «Πω πω, δεν είχα δει ότι μιλούσε στο τηλέφωνο. Στην αρχή τον πέρασα για τρελό!». Τους ακούς να μοιράζονται ένα σύντομο γέλιο καθώς απομακρύνονται.
Ευτυχώς δεν κατάλαβαν. Ευτυχώς που δεν ξέρουν.
Ευτυχώς.
Κωνσταντίνος Γκουτζής